ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΕΡΓΟ

Η αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας στην εκπαίδευση ως εργαλείο ενδυνάμωσης, γλωσσικής ενίσχυσης και εκπαιδευτικής ένταξης.
Αρχικά, έχοντας ως σκοπό προσέγγισης αυτών των δύο τόσο καίριων ζητημάτων είναι απολύτως απαραίτητο να ξεκινήσουμε με μια σύντομη αναφορά στη χρήση της γλώσσας στις σύγχρονες βιοπολιτικές κοινωνίες.

Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τον Bernstain: «Η γλώσσα αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτισμικού κεφαλαίου και το σχολείο νομιμοποιεί μόνο μια μορφή της, τον επεξεργασμένο κώδικα επικοινωνίας που τα παιδιά από τα άνω κοινωνικά στρώματα έχουν κληρονομήσει. Ο κώδικας αυτός έχει επιβληθεί ως επίσημη γλώσσα του σχολείου και απαιτεί την χρησιμοποίησή του ανεξάρτητα από τους μαθητές». Αναλύοντας εν συντομία την παραπάνω επιστημονική διατύπωση είναι εύκολο να αντιληφθούμε τους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς παράγοντες που συνεπάγεται η παρουσία του εκάστοτε γλωσσικού συστήματος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης ανεξαρτήτου καθορισμένου χρονοδιαγράμματος και προγραμματισμού. Είναι προφανές λοιπόν ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από την κοινωνία που την διαμόρφωσε και την διέπλασσε. Για να κατανοήσει κανείς το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να κατανοήσει την φύση της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα διεθνών ερευνών η χρήση της γλώσσας και η γλωσσική ικανότητα συμβάλλουν τα μέγιστα όσον αφορά την ένταξη μειονοτικών ομάδων στην κοινωνία.

Αυτό συμβαίνει καθώς μέσα από τη χρήση της γλώσσας το παιδί όπως και ο ενήλικας έχουν την δυνατότητα να κοινωνικοποιηθούν , να δημιουργηθούν καλύτερες προϋποθέσεις για ένα παιδί να βελτιώσει τις σχολικές του επιδόσεις, ώστε να αποφευχθεί η μαθητική εγκατάλειψη. Από την άλλη πλευρά για έναν ενήλικα αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα για την εργασιακή του ένταξη και απορρόφηση με πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο. Ως συμπέρασμα των ανωτέρω η έλλειψη εκμάθησης της γλώσσας κατά τα πρώτα στάδια παραμονής σε μια χώρα είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σχολική διαρροή , σε αδυναμία κατανόησης των σχολικών μαθημάτων, της ανταπόκρισης στα κίνητρα και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας καθώς και της γνώσης της γλώσσας σε γενικότερο επίπεδο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 πρωτοεμφανίζεται στην Ευρώπη το διαπολιτισμικό μοντέλο εκπαίδευσης το οποίο κατά το διάστημα των επόμενων ετών επιδρά σε μεγάλο βαθμό στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε επίπεδο πολιτείας, όσο και στον εξατομικευμένο εκπαιδευτικό σχεδιασμό των διδασκόντων στα πλαίσια της κάθε τάξης. Μερικοί από τους βασικούς στόχους του διαπολιτισμικού μοντέλου μέσα από την καθιέρωση του ως εκπαιδευτική προσέγγιση είναι η παροχή ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση, η άρση των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων, των διακρίσεων και η ένταξη των μειονοτικών ομάδων στην κοινωνία της χώρας υποδοχής, μέσα από την άρρητη διατήρηση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των ατόμων καθώς ο απώτερος σκοπός είναι μέσα από την διαπολιτισμική αλληλεπίδραση να προκύψει η διαπραγμάτευση των ατομικών εθνικών ταυτοτήτων και η συγκρότηση εν τέλει μίας νέας υπερπολιτισμικής ταυτότητας, η οποία προκύπτει από την ισότιμη θεώρηση των πολιτισμών.

Παράλληλα, μια διαφορά που διέπει την διαπολιτισμική εκπαίδευση σε σύγκριση με άλλες προσεγγίσεις, σχετίζεται με το γεγονός ότι βάση για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελεί το γλωσσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του κάθε μαθητή. Η μητρική γλώσσα και οι υπόλοιπες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες διδάσκονται με κρατική ευθύνη καθώς αποτελούν προυποθέσεις της ατομικής και της κοινωνικής εξέλιξης. Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο να αναδειχθεί η σημασία της χρήσης και της διατήρησης της μητρικής γλώσσας όσο και της υποστήριξης του θεσμού της διγλωσσίας και της δίγλωσσης εκπαίδευσης τόσο σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης όσο και στο σχολικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με τις επιστημονικές διατυπώσεις η διγλωσσία ως φαινόμενο αποτελεί το αποτέλεσμα συνύπαρξης στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ομάδων και ατόμων με διαφορετική πολιτισμική προέλευση και διαφορετικές γλώσσες. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια διαφοροποίηση μεταξύ του όρου διγλωσσία και δίγλωσση εκπαίδευση. Η εκπαίδευση δεν ονομάζεται δίγλωσση επειδή υπάρχουν πάνω από μία γλώσσες στο σχολείο. Σύμφωνα με σαφείς επιστημονικές διατυπώσεις ,για να ονομαστεί δίγλωσση η εκπαίδευση, θα πρέπει τα γνωστικά αντικείμενα να διδάσκονται μέσω δύο ή περισσοτέρων γλωσσών και όχι οι ίδιες οι γλώσσες να αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας .Ως εκ τούτου ο δίγλωσσος μαθητής χρησιμοποιεί ως βάση του για την κατάκτηση της δεύτερης την πρώτη γλώσσα που γνωρίζει. Η προσαρμογή ενός μαθητή στην σχολική μαθησιακή διαδικασία γίνεται ιδιαίτερα εύκολη μέσα από τη χρήση των ήδη γνωστών γλωσσικών στοιχείων που αυτός κουβαλά μαζί του. Η προηγούμενη γνώση περιλαμβάνει τόσο το σύνολο των εμπειριών που έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα και την γνωστική λειτουργία του αλλόγλωσσου μαθητή όσο και τις δεξιότητες και ικανότητες που είχε αποκτήσει σε προηγούμενη εκπαιδευτική διδασκαλία. Σύμφωνα με τον Cummins οι γλώσσες θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με παγόβουνα, όπου η βάση τους είναι ίδια και στιβαρή, ενώ η ποικιλομορφία που φέρουν οι κορυφές των παγόβουνων συγκρίνονται με τους διαφορετικούς γραμματισμούς και το λεξιλόγιο που δομεί κάθε γλώσσα ξεχωριστά.

Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως εντός μιας ανομοιογενούς τάξης θα πρέπει να ενεργοποιείται η προγενέστερη γνώση ενός παιδιού και ενός ενήλικα λαμβάνοντας απαραίτητα υπόψη ο εκπαιδευτικός το γλωσσικό του υπόβαθρο. Η αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας εξυπηρετεί το εκπαιδευτικό έργο. Ο μαθητής δύναται να εκφράσει τις σκέψεις του και τα συναισθήματα του και ο εκπαιδευτικός να του προσφέρει το λεξιλόγιο που χρειάζεται στη δεύτερη γλώσσα, αποκομίζοντας με αυτόν τον τρόπο θετικά αποτελέσματα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναδύεται η καλλιέργεια του αισθήματος της οικειότητας και της ελεύθερης έκφρασης εντός της τάξης, επιτρέποντας την κατανόηση της δεύτερης γλώσσας και την ανταπόκριση σε δύσκολες εργασίες που ενδεχομένως να παρουσιαστούν. Το παιδί απλά χρειάζεται να αντιληφθεί και να έρθει σε επαφή με τους νέους γλωσσικούς κώδικες αξιοποιώντας τις δεξιότητες που έχει ήδη αποκτήσει μέσα από την κατάκτηση της μητρικής του γλώσσας. Από την άλλη, ένα σαφές παράδειγμα που προκύπτει μέσα από την αναβίωση της μητρικής γλώσσας, είναι η δυνατότητα που δίνεται στους μαθητές να κατανοήσουν τα νοήματα ενός κείμενου στη δεύτερη γλώσσα και έτσι να παράγουν έναν πιο σύνθετο και γραπτό και προφορικό λόγο.

Τέλος, γίνεται αντιληπτό πως η έλλειψη της μητρικής γλώσσας είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα και στις δύο γλώσσες και να οδηγήσει στην ύπαρξη του φαινομένου της διπλής ημιγλωσσίας ή της αφαιρετικής διγλωσσίας, με μη ικανοποιητική κατάκτηση ούτε της μίας ούτε της άλλης γλώσσας. Η ανυπαρξία της πρώτης γλώσσας συχνά ευθύνεται για την αλλοίωση των γλωσσικών ικανοτήτων, τη δημιουργία εμποδίων στην προσπάθεια για απόκτηση κριτικής σκέψης στο επίπεδο της γλώσσας και σε ενδεχόμενη απομάκρυνση όπως και μείωση της επιθυμίας για συμμετοχή στην ευρύτερη εκπαιδευτική διαδικασία.

Από τη Θεοφάνη Σούκουλη, Εκπαιδευτικό στο Κέντρο Μελέτης και Δημιουργικής Απασχόλησης της ΕΛΙΞ στη Δομή της Κορίνθου.

Το Πρόγραμμα «Όλα τα Παιδιά στην Εκπαίδευση» είναι μια πρωτοβουλία της UNICEF που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υλοποιείται από σειρά εταίρων, μεταξύ των οποίων και η ΕΛΙΞ-Προγράμματα Εθελοντικής Εργασίας.

Σχετικά Άρθρα

Copyright © 2013 ΕΛΙΞ Προγραμματα Εθελοντικης Εργασιας.
Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.     [Όροι Χρήσης]

Υποστήριξε την ΕΛΙΞ
Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας και την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγηση σας στον ιστότοπό μας, αποδέχεστε την πολιτική cookies. Συμφωνώ